-
1 κοτύλη
κοτύλ-η, ἡ,1 small vessel, cup, Il.22.494, Od.15.312, 17.12, Ar.Fr. 350, cf. Ath.11.478d: prov., πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου ib.e, Zen.5.71.b metaph., = κοτύλων, D.H.19.5.2 cup or socket of a joint, esp. of the hip-joint,κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306s
q., cf. Hp.Loc. Hom.6, Gal.18(2).519; also, socket of the arm, Hp.Art.7.3 liquid measure, containing 6 κύαθοι or a 1/2 ξέστης, i.e. nearly a 1/2 pint, Hdt.6.57, Th.4.16, 7.87, Ar.Pl. 436; κ. Ἀττική, Αἰγινητική, Hp.Epid. 7.3, Nat.Mul.33.b dry measure,ἀλφίτων.. τρεῖς χοίνικας κοτύλης δεούσας Ar.Fr. 465
;ἀλφίτων κ. μίαν Alex.221.17
; prob. also a smaller measure, perh. = τρύβλιον, ὀξύβαφον, Hp.Mul.1.6.5 = κοτυληδών 1, Luc.DMar.4.3.6 in pl., cymbals,χαλκόδετοι κ. A.Fr.57.6
(anap.).
См. также в других словарях:
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek